χηβάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χηβάδα | οι | χηβάδες |
γενική | της | χηβάδας | των | χηβάδων |
αιτιατική | τη | χηβάδα | τις | χηβάδες |
κλητική | χηβάδα | χηβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χηβάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χηβάδα, *χημάδα < → δείτε τη λέξη αχηβάδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χηβάδα θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αχηβάδα
- το οστρακοφόρο μαλάκιο
- το κογχοειδές κοίλωμα
- η κόγχη (του ιερού ή του αγίου βήματος)
- ※ μεθ᾽ ὅλης τῆς καμπύλης τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζεν ἡ χηβάδα τοῦ θυσιαστηρίου (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια, 1900)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)