χημείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χημείο τα χημεία
      γενική του χημείου των χημείων
    αιτιατική το χημείο τα χημεία
     κλητική χημείο χημεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χημείο < χημ-εία + -είο (κατάληξη τοπικών ουσιαστικών)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χημείο ουδέτερο

  1. εργαστήριο χημείας
  2. Χημείο του κράτους: κρατική υπηρεσία που επανδρώνεται από χημικούς και ασκεί εποπτεία σε επιχειρήσεις στον τομέα της αρμοδιότητάς του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]