χιλιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιλιασμός < χίλια μάλλον για να αποδοθεί η ξένη λέξη millenialism
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιλιασμός αρσενικό
- δόγμα μερίδας Χριστιανών που πιστεύουν ότι πριν από τη Δευτέρα Παρουσία θα προηγηθεί μάχη με το Σατανά αλλά και περίοδος χιλίων ετών κατά τα οποία θα βασιλεύει στη γη ο Χριστός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- χιλιασμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιασμός