χιλιοστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιλιοστό | τα | χιλιοστά |
γενική | του | χιλιοστού | των | χιλιοστών |
αιτιατική | το | χιλιοστό | τα | χιλιοστά |
κλητική | χιλιοστό | χιλιοστά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιλιοστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τακτικού αριθμητικού χιλιοστός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.li.oˈsto/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιλιοστό ουδέτερο
- το ένα από τα χίλια ίσα μέρη μιας ποσότητας
- μακάρι να είχα το ένα χιλιοστό της εξυπνάδας του
- μονάδα μήκους, υποδιαίρεση του μέτρου· ισούται με το 1/1000 του μέτρου (ή 10-3m)
- → δείτε τη λέξη χιλιοστόμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιοστό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χιλιοστό