χιονίζει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιονίζει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χιονίζει, τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος χιονίζω < χιών
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çoˈni.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νί‐ζει
Ρήμα[επεξεργασία]
χιονίζει, πρτ.: χιόνιζε, στ.μέλλ.: θα χιονίσει, αόρ.: χιόνισε, μτχ.π.π.: χιονισμένος
- (απρόσωπο ρήμα) πέφτει χιόνι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)