χιονοσκέπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ço.noˈsce.pa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐σκέ‐πα‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
χιονοσκέπαστος
- σκεπασμένος με χιόνι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιονοσκέπαστος
|