χλόη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλόη οι χλόες
      γενική της χλόης των χλοών
    αιτιατική τη χλόη τις χλόες
     κλητική χλόη χλόες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλόη < αρχαία ελληνική χλόη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χλόη θηλυκό

  • το κοντό πράσινο χορτάρι στο έδαφος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χλόη < θέμα χλ που ίσως παραπέμπει σε πρωτοελληνική ρίζα που σήμαινε το κιτρινοπράσινο χρώμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χλόη θηλυκό (ιωνικός τύπος : χλοίη, δωρικός τύπος : χλόα)

  1. το πρώτο πράσινο χορτάρι που βγαίνει στους αγρούς την άνοιξη
    χλόην νέμεσθα
  2. το υγρό πράσινων καρπών
    χλόη ελαίας
    ποτὰ τὰ ἀπὸ χλοίης σε αντιδιαστολή προς του καρπούς

Επίθετο[επεξεργασία]

Χλόη θηλυκό

Δήμητρος Χλοίης ἱερόν

Συγγενικά[επεξεργασία]