χοίρινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοίρινος η χοίρινη το χοίρινο
      γενική του χοίρινου της χοίρινης του χοίρινου
    αιτιατική τον χοίρινο τη χοίρινη το χοίρινο
     κλητική χοίρινε χοίρινη χοίρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοίρινοι οι χοίρινες τα χοίρινα
      γενική των χοίρινων των χοίρινων των χοίρινων
    αιτιατική τους χοίρινους τις χοίρινες τα χοίρινα
     κλητική χοίρινοι χοίρινες χοίρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοίρινος < αρχαία ελληνική χοίρινος

Επίθετο[επεξεργασία]

χοίρινος, -η, -ο

  1. από δέρμα χοίρου, από χοίρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοίρινος < χοῖρος

Επίθετο[επεξεργασία]

χοίρινος, α, ον ( & χοίρεος, ος, ον)

  1. ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου (π.χ. ασπίδα)
    θώραξ δὲ πάνυ γελοῖος ἐκ ῥακῶν ποθεν ἢ ἐκ δερμάτων σαπρῶν συγκεκαττυμένος καί ἡ ἀσπίς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη (Λουκιανός)
  2. ο χοιρινός αλλά και ο σχετικός με την χοιρίνη την ψήφο των δικαστών
    ὅδ᾽ ἐκεῖνος ὁρᾶν τεττιγοφόρας, ἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός, οὐ χοιρινῶν ὄζων ἀλλὰ σπονδῶν, σμύρνῃ κατάλειπτος. (Αριστοφάνης)
    ἤ με κεραυνῷ διατινθαλέῳ σπόδισον ταχέως,κἄπειτ᾽ ἀνελών μ᾽ ἀποφυσήσας εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμήν: ἢ δῆτα λίθον με ποίησον ἐφ᾽ οὗ τάς χοιρίνας ἀριθμοῦσι. : κατακεραύνωσέ με και κάνε με στάχτη και μετά με τη δυνατή πνοή σου φύσα με να πέσω σε μια ζεστή μαρινάδα ή αλλιώς κάνε με πέτρα σαν αυτές που μετράνε οι δικαστές (Αριστοφάνης)

Συγγενικά[επεξεργασία]