χολερόβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χολερόβλητος, -η, -ο
- αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χολερόβλητος
|