χουζούρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χουζούρεμα < χουζουρε(ύω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χουζούρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χουζουρεύω, η τεμπέλικης διάθεσης παραμονή στο κρεβάτι μετά το ξύπνημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χουζούρεμα
|