χρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρίω και χρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
χρισμένος, -η, -ο
- που του έχει δοθεί το χρίσμα σε κάποια θρησκευτική τελετή ή από την πολιτεία για κάποιο επίσημο καθήκον