χρυσόψαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χριστόψαρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσόψαρο τα χρυσόψαρα
      γενική του χρυσόψαρου των χρυσόψαρων
    αιτιατική το χρυσόψαρο τα χρυσόψαρα
     κλητική χρυσόψαρο χρυσόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χρυσόψαρα σε ενυδρείο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσόψαρο < χρυσό- + -ψαρο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾiˈso.psa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σό‐ψα‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρυσόψαρο ουδέτερο

  1. (ψάρι) κοινή ονομασία για το είδος Carassius auratus auratus - Καράσσιος ο χρυσόχρους ο χρυσόχρους (Linnaeus, 1758)
  2. (ιχθυολογία) οποιοδήποτε ψάρι μικρού μεγέθους και χρυσοκόκκινου χρώματος που ζει σε (τεχνητές) λίμνες ή συνηθίζεται να βάζουμε σε ενυδρεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]