χρόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρόνιος η χρόνια
χρονία
το χρόνιο
      γενική του χρόνιου
χρονίου
της χρόνιας
χρονίας
του χρόνιου
χρονίου
    αιτιατική τον χρόνιο τη χρόνια
χρονία
το χρόνιο
     κλητική χρόνιε χρόνια
χρόνια
χρόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρόνιοι οι χρόνιες τα χρόνια
      γενική των χρόνιων
χρονίων
των χρόνιων
χρονίων
των χρόνιων
χρονίων
    αιτιατική τους χρόνιους
χρονίους
τις χρόνιες τα χρόνια
     κλητική χρόνιοι χρόνιες χρόνια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρόνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρόνιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxɾo.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρό‐νι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

χρόνιος, -α, -ο

  1. που διαρκεί για χρόνια
    χρόνιος εθισμός
    θεραπευτήριο χρονίων παθήσεων
  2. που επαναλαμβάνει κάτι επί χρόνια
    χρόνιος καπνιστής

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Σε λόγιες χρήσεις ο τόνος κατεβαίνει στη γενική.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χρόνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χρόνιος χρονί
χρόνιος
τὸ χρόνιον
      γενική τοῦ χρονίου τῆς χρονίᾱς
χρονίου
τοῦ χρονίου
      δοτική τῷ χρονί τῇ χρονί
χρονί
τῷ χρονί
    αιτιατική τὸν χρόνιον τὴν χρονίᾱν
χρόνιον
τὸ χρόνιον
     κλητική ! χρόνιε χρονί
χρόνιε
χρόνιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χρόνιοι αἱ χρόνιαι
χρόνιοι
τὰ χρόνι
      γενική τῶν χρονίων τῶν χρονίων
χρονίων
τῶν χρονίων
      δοτική τοῖς χρονίοις ταῖς χρονίαις
χρονίοις
τοῖς χρονίοις
    αιτιατική τοὺς χρονίους τὰς χρονίᾱς
χρονίους
τὰ χρόνι
     κλητική ! χρόνιοι χρόνιαι
χρόνιοι
χρόνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρονίω τὼ χρονί
χρονίω
τὼ χρονίω
      γεν-δοτ τοῖν χρονίοιν τοῖν χρονίαιν
χρονίοιν
τοῖν χρονίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρόνιος < χρόν(ος) + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

χρόνιος, -α, -ον και -ος, -ος, -ον

  1. διαρκής, που διαρκεί πολύ χρόνο
  2. που παρατείνεται, χρονίζει, καθυστερεί

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]