χωράφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωράφι τα χωράφια
      γενική του χωραφιού των χωραφιών
    αιτιατική το χωράφι τα χωράφια
     κλητική χωράφι χωράφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωράφι < (καθαρεύουσα) χωράφιον < (ελληνιστική κοινή) χωράφιον < υποκοριστικό από την αρχαία ελληνική χώρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωράφι ουδέτερο

  1. αγρός που συνήθως καλλιεργείται
    ※  Στο τέρμα της Παλαιολόγου, οι γειτονιές αραίωναν κι άρχιζαν απ' τη μια τα χωράφια κι απ' την άλλη ένα ωραίο δασύλλιο με πεύκα. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) ιδιοκτησία κάποιου
    Στο χωράφι σου είσαι; Για μαζέψου!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 λήγουν σε -%χωραφ% - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)