χωριατοπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωριατοπούλα οι χωριατοπούλες
      γενική της χωριατοπούλας
    αιτιατική τη χωριατοπούλα τις χωριατοπούλες
     κλητική χωριατοπούλα χωριατοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωριατοπούλα < χωριάτης + -πουλα (< -πουλος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωριατοπούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]