χωριστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χωριστά < χωριστός + -ά < αρχαία ελληνική χωριστός < χωρίζω < χωρίς < χῶρος (/ χώρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
Επίρρημα[επεξεργασία]
χωριστά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωριστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χωριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χωριστό