ψάλσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψάλσιμο < ψάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψάλσιμο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψάλσιμο
|