ψήφισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψήφισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψήφισμα < ψηφίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpsi.fi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψή‐φι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψήφισμα ουδέτερο
- η απόφαση που συνήθως διατυπώνεται σε κείμενο με το οποίο εκφράζεται η άποψη ενός συλλογικού σώματος ή μιας συγκέντρωσης πολιτών για ένα συγκεκριμένο ζήτημα, η διαμαρτυρία εκείνων που εκδίδουν τη σχετική απόφαση για κάτι ή η διατύπωση ενός αιτήματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε ψήφος#Συγγενικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψήφισμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ψήφισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψήφισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψήφισμᾰ | τὰ | ψηφίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ψηφίσμᾰτος | τῶν | ψηφισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ψηφίσμᾰτῐ | τοῖς | ψηφίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ψήφισμᾰ | τὰ | ψηφίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ψήφισμᾰ | ψηφίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψηφίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψηφισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ψήφισμα, ήδη στον Αισχύλα < ψηφίζω, ψηφισ- + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψήφισμα, -ατος ουδέτερο
- πρόταση, που έχει επικυρωθεί και νομιμοποιηθεί με ψηφοφορία από την εκκλησία του δήμου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ψήφισμα γράφω (εισάγω πρόταση για ψηφοφορία)
- ψήφισμα ἐπιψηφίζω (για προέδρους: βάζω σε ψηφοφορία)
- ψήφισμα νικῶ (πετυχαίνω επιψήφιση)
- ψήφισμα καθαιρῶ (καταργώ ψήφισμα)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ψηφίζω και ψῆφος
Πηγές[επεξεργασία]
- ψήφισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψήφισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)