ψίδιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψίδιασμα < ψιδιάζω + -μα < ψίδι < μεσαιωνική ελληνική ἀψίδιον < αρχαία ελληνική ἀψίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψίδιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιδιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψίδιασμα
|