ψαμμιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαμμιτικός < ψαμμίτης
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαμμιτικός
- ο σχετικός με το πέτρωμα του ψαμμίτη
- ψαμμιτικός σχιστόλιθος, κερατόλιθος
- ψαμμιτική μάργα