ψαμμιτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαμμιτικός η ψαμμιτική το ψαμμιτικό
      γενική του ψαμμιτικού της ψαμμιτικής του ψαμμιτικού
    αιτιατική τον ψαμμιτικό την ψαμμιτική το ψαμμιτικό
     κλητική ψαμμιτικέ ψαμμιτική ψαμμιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαμμιτικοί οι ψαμμιτικές τα ψαμμιτικά
      γενική των ψαμμιτικών των ψαμμιτικών των ψαμμιτικών
    αιτιατική τους ψαμμιτικούς τις ψαμμιτικές τα ψαμμιτικά
     κλητική ψαμμιτικοί ψαμμιτικές ψαμμιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαμμιτικός < ψαμμίτης

Επίθετο[επεξεργασία]

ψαμμιτικός

  1. ο σχετικός με το πέτρωμα του ψαμμίτη
    ψαμμιτικός σχιστόλιθος, κερατόλιθος
    ψαμμιτική μάργα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]