ψαρίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψαρίλα | οι | ψαρίλες |
γενική | της | ψαρίλας | — | |
αιτιατική | την | ψαρίλα | τις | ψαρίλες |
κλητική | ψαρίλα | ψαρίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαρίλα θηλυκό
- πήγαινε πλύνε τα χέρια σου, μυρίζουν ψαρίλα