ψαρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαρεύω < ψάρι + -εύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psaˈɾe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ψαρεύω

  1. με τη χρήση καλαμιού, διχτυού κλπ., προσπαθώ να πιάσω ψάρια ή άλλα υδρόβια ζώα είτε επαγγελματικά είτε για απόλαυση, αλιεύω
  2. εκμαιεύω από κάποιον τις προθέσεις του, κάποιο μυστικό ή άλλες πληροφορίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]