ψαρομάγειρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαρομάγειρας οι ψαρομάγειρες
      γενική του ψαρομάγειρα των ψαρομαγείρων
    αιτιατική τον ψαρομάγειρα τους ψαρομάγειρες
     κλητική ψαρομάγειρα ψαρομάγειρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαρομάγειρας < (νεολογισμός) ψαρο- + μάγειρας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psa.ɾoˈma.ʝi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψα‐ρο‐μά‐γει‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαρομάγειρας αρσενικό

  • (επάγγελμα) μάγειρας ο οποίος ειδικεύεται στο μαγείρεμα ψαριών και θαλασσινών
    ※  Άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια ο εθνικός μας ψαρομάγειρας υπήρξε πρωτοπόρος. Γιατί μπορεί σήμερα το «καλαμάρι-πέστο», το διασημότερο ίσως πιάτο του, να θεωρείται ακόμη και παραδοσιακό για πολλούς, κυρίως λόγω των δεκάδων αντιγράφων του στα ανά την επικράτεια μαγαζιά που σερβίρουν το ψάρι «αλλιώς», όταν όμως εμφανίστηκε στον κατάλογο της Διστόμου δεν ήταν απλώς ένα πρωτότυπο πιάτο αλλά σηματοδοτούσε ταυτόχρονα τη νέα εποχή της ελληνικής κουζίνας.
    Θάλεια Τσιχλάκη, Γαστρονομία για όλους, Το Βήμα, 20 Μαρτίου 2014
    ※  Ένας τρυφερός, ευαίσθητος άνθρωπος με τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές του, ανθρώπινος πολύ. Μάλιστα, εκτός από καλός ψαράς και ψαρομάγειρας, γράφει μικρές τρυφερές ιστορίες ρίχνοντας κάθε τόσο δίχτυα στις αναμνήσεις του.
    Κική Τριανταφύλλη, Μια τρυφερή ιστορία και μια μακαρονάδα, θαλασσινή, bostanistas.gr, 28 Μαρτίου 2016
    ※  Μόλις δημοσιοποιήθηκε το μενού με τα εκλεκτά τοπικά προϊόντα που επιμελήθηκε ο εθνικός μας ψαρομάγειρας, για το δείπνο των υψηλών καλεσμένων στο Προεδρικό, άρχισαν τα… παρατράγουδα και οι ξινοί σχολιασμοί.
    Κική Τριανταφύλλη, Ο Λαζάρου, οι γκρινιάρηδες και το ιστορικό δείπνο της 24ης Μαρτίου 2021, protagon.gr, 24 Μαρτίου 2021

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]