ψευδαισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδαισθησία θηλυκό
- (παρωχημένο) (ψυχολογία) άλλη μορφή του ψευδαίσθηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδαισθησία
|