ψευδοπροσωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοπροσωπία θηλυκό
- το να παριστάνει κάποιος έναν άλλον είτε με φυσική, είτε με ψηφιακή παρουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδοπροσωπία
|