ψευδοπρόβλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοπρόβλημα τα ψευδοπροβλήματα
      γενική του ψευδοπροβλήματος των ψευδοπροβλημάτων
    αιτιατική το ψευδοπρόβλημα τα ψευδοπροβλήματα
     κλητική ψευδοπρόβλημα ψευδοπροβλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδοπρόβλημα < ψευδο- και πρόβλημα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδοπρόβλημα ουδέτερο και ψευτοπρόβλημα

  1. ασήμαντο πρόβλημα που ίσως κάποιος μεγαλοποιεί ή που πάντως δεν είναι σπουδαίο, ένα συνηθισμένο πρόβλημα, μια καθημερινή κατάσταση
  2. ανύπαρκτο πρόβλημα, κάτι λυμένο που κάποιος νόμιζε ότι ήταν ακομα προς επίλυση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]