ψευδοπρόβλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοπρόβλημα ουδέτερο και ψευτοπρόβλημα
- ασήμαντο πρόβλημα που ίσως κάποιος μεγαλοποιεί ή που πάντως δεν είναι σπουδαίο, ένα συνηθισμένο πρόβλημα, μια καθημερινή κατάσταση
- ανύπαρκτο πρόβλημα, κάτι λυμένο που κάποιος νόμιζε ότι ήταν ακομα προς επίλυση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδοπρόβλημα