ψευδωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ψευδωνυμία < αρχαία ελληνική ψευδώνυμ(ος) + -ία [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pse.vðo.niˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δω‐νυ‐μί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδωνυμία θηλυκό
- το να έχει κάποιος ένα ψευδώνυμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ψευδώνυμος, ψευδής και όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδωνυμία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ψευδώνυμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)