ψευτοθεός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευτοθεός < ψευτο- + θεός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευτοθεός αρσενικό (θηλυκό ψευτοθεά)
- (θρησκεία) ψεύτικος θεός, που δεν υπάρχει, που δεν είναι αληθινός
- ※ Αυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός. | Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε | να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά. | (Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευτοθεός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευτο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)