ψευτόμαγκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευτόμαγκας οι ψευτόμαγκες
      γενική του ψευτόμαγκα των ψευτόμαγκων
    αιτιατική τον ψευτόμαγκα τους ψευτόμαγκες
     κλητική ψευτόμαγκα ψευτόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτόμαγκας < ψευτό- + μάγκας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pseˈfto.maŋ.ɡas/ & /pseˈfto.ma.ɡas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐τό‐μα‐γκας
τονικό παρώνυμο: ψευτομάγκας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευτόμαγκας αρσενικό (θηλυκό ψευτομάγκισσα)

  1. (λαϊκότροπο) που παριστάνει τον μάγκα χωρίς να πείθει, ο θρασύδειλος
    Ίσα ρε ψευτόμαγκα!
    Χαρακτηριστικούς ρόλους ψευτόμαγκα είχε αποδώσει στη θεατρική και κινηματογραφική σκηνή κατ' επανάληψη και με μεγάλη επιτυχία λόγω μικρού ύψους ο αξέχαστος ηθοποιός Νίκος Ρίζος.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]