ψηφαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφαλάκι τα ψηφαλάκια
      γενική
    αιτιατική το ψηφαλάκι τα ψηφαλάκια
     κλητική ψηφαλάκι ψηφαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Ενίοτε απαντούν κα οι γενικές: ψηφαλακίου, ψηφαλακίων (ειρωνικά).
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηφαλάκι < ψήφος + -αλάκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψηφαλάκι ουδέτερο

  • (πολιτική) (νεολογισμός) σκωπτικός χαρακτηρισμός αναζητούμενης ψήφου κατά ψηφοθηρία
    ※  Αμέσως από αγέλη του αγκυλωτού σταυρού έγιναν μισο-ένοχο, μισο-αθώο, υπερτιμημένο-υποτιμημένο σύνολο ψηφαλακίων. Πόσο πάει το κουκί, σε ποιο σακούλι μπαίνει, τι οφέλη προσπορίζεται και ποιος σχηματισμός από τους κλασικούς ιδιοκτήτες πολιτικών καταστημάτων που πουλάνε ψευδαισθήσεις εξουσίας σε συσκευασία κάλπης. (* εφημερίδα Ριζοσπάστης)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]