ψηφοθήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψηφοθήρας οι ψηφοθήρες
      γενική του ψηφοθήρα των ψηφοθήρων
    αιτιατική τον ψηφοθήρα τους ψηφοθήρες
     κλητική ψηφοθήρα ψηφοθήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηφοθήρας (μαρτυρείται από το 1870)[1] < ψήφ(ος) + -ο- + -θήρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψηφοθήρας αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που επιδιώκει να κερδίσει ψήφους με οποιοδήποτε μέσο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου