ψιλοδούλεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλοδούλεμα < ψιλοδουλεύω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλοδούλεμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψιλοδουλεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοδούλεμα
|