ψιλοδούλεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιλοδούλεμα τα ψιλοδουλέματα
      γενική του ψιλοδουλέματος των ψιλοδουλεμάτων
    αιτιατική το ψιλοδούλεμα τα ψιλοδουλέματα
     κλητική ψιλοδούλεμα ψιλοδουλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλοδούλεμα < ψιλοδουλεύω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιλοδούλεμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψιλοδουλεύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]