ψιλολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλολογία θηλυκό
- έρευνα για ανούσιες λεπτομέρειες, που ξεφεύγουν από το κύριο θέμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλολογία
|