ψιττάκωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιττάκωση οι ψιττακώσεις
      γενική της ψιττάκωσης* των ψιττακώσεων
    αιτιατική την ψιττάκωση τις ψιττακώσεις
     κλητική ψιττάκωση ψιττακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψιττακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιττάκωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική psittacosis < λατινική psittacus < ελληνιστική κοινή ψιττακός < αρχαία ελληνική ψιττάκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιττάκωση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]