ψιψίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιψίνα οι ψιψίνες
      γενική της ψιψίνας
    αιτιατική την ψιψίνα τις ψιψίνες
     κλητική ψιψίνα ψιψίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιψίνα < (ηχομιμητική λέξη) ψιψ(ί) + -ίνα[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιψίνα θηλυκό(αρσενικό ψιψίνος ουδέτερο ψιψινάκι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γάτα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]