ψυλλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψυλλιάζω (παθητική φωνή: ψυλλιάζομαι)
- (μεταβατικό) μεταδίδω ψύλλους που έχω σε κάποιον άλλο
- (αμετάβατο) αποκτώ ψύλλους, γεμίζω με ψύλλους
- (μέση διάθεση λαϊκότροπο, προφορικό) ψυλλιάζομαι: υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψύλλος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυλλιάζω | ψύλλιαζα | θα ψυλλιάζω | να ψυλλιάζω | ψυλλιάζοντας | |
β' ενικ. | ψυλλιάζεις | ψύλλιαζες | θα ψυλλιάζεις | να ψυλλιάζεις | ψύλλιαζε | |
γ' ενικ. | ψυλλιάζει | ψύλλιαζε | θα ψυλλιάζει | να ψυλλιάζει | ||
α' πληθ. | ψυλλιάζουμε | ψυλλιάζαμε | θα ψυλλιάζουμε | να ψυλλιάζουμε | ||
β' πληθ. | ψυλλιάζετε | ψυλλιάζατε | θα ψυλλιάζετε | να ψυλλιάζετε | ψυλλιάζετε | |
γ' πληθ. | ψυλλιάζουν(ε) | ψύλλιαζαν ψυλλιάζαν(ε) |
θα ψυλλιάζουν(ε) | να ψυλλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψύλλιασα | θα ψυλλιάσω | να ψυλλιάσω | ψυλλιάσει | ||
β' ενικ. | ψύλλιασες | θα ψυλλιάσεις | να ψυλλιάσεις | ψύλλιασε | ||
γ' ενικ. | ψύλλιασε | θα ψυλλιάσει | να ψυλλιάσει | |||
α' πληθ. | ψυλλιάσαμε | θα ψυλλιάσουμε | να ψυλλιάσουμε | |||
β' πληθ. | ψυλλιάσατε | θα ψυλλιάσετε | να ψυλλιάσετε | ψυλλιάστε | ||
γ' πληθ. | ψύλλιασαν ψυλλιάσαν(ε) |
θα ψυλλιάσουν(ε) | να ψυλλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυλλιάσει | είχα ψυλλιάσει | θα έχω ψυλλιάσει | να έχω ψυλλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυλλιάσει | είχες ψυλλιάσει | θα έχεις ψυλλιάσει | να έχεις ψυλλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψυλλιάσει | είχε ψυλλιάσει | θα έχει ψυλλιάσει | να έχει ψυλλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυλλιάσει | είχαμε ψυλλιάσει | θα έχουμε ψυλλιάσει | να έχουμε ψυλλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυλλιάσει | είχατε ψυλλιάσει | θα έχετε ψυλλιάσει | να έχετε ψυλλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυλλιάσει | είχαν ψυλλιάσει | θα έχουν ψυλλιάσει | να έχουν ψυλλιάσει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυλλιάζω
|