ψυχάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχάκι τα ψυχάκια
      γενική
    αιτιατική το ψυχάκι τα ψυχάκια
     κλητική ψυχάκι ψυχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχάκι < ψυχή + υποκοριστικό επίθημα -άκι (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική psycho)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχάκι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ψυχή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]