ψυχαναλύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχαναλύτρια < ψυχαναλυτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχαναλύτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ψυχαναλυτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχαναλύτρια