ψυχογενετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχογενετικός η ψυχογενετική το ψυχογενετικό
      γενική του ψυχογενετικού της ψυχογενετικής του ψυχογενετικού
    αιτιατική τον ψυχογενετικό την ψυχογενετική το ψυχογενετικό
     κλητική ψυχογενετικέ ψυχογενετική ψυχογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχογενετικοί οι ψυχογενετικές τα ψυχογενετικά
      γενική των ψυχογενετικών των ψυχογενετικών των ψυχογενετικών
    αιτιατική τους ψυχογενετικούς τις ψυχογενετικές τα ψυχογενετικά
     κλητική ψυχογενετικοί ψυχογενετικές ψυχογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ελληνογενής ξενικός όρος. Πρόκειται για οπτικό δάνειο από την αγγλική λέξη psychogenetic

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχογενετικός , ψυχογενετική, ψυχογενετικό

  • αυτός που σχετίζεται με την ψυχογένεση
  • ψυχογενετική: βιολογικός όρος που αποδίδει τη μελέτη της επίδρασης που ασκείται στη συμπεριφορά ενός οργανισμού από τη γενετική του σύνθεση αλλά και της αλληλεπίδρασης κληρονομικότητας και περιβάλλοντος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]