ψυχοδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοδομή < ψυχο- + δομή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική psychic structure
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.xo.ðoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐δο‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοδομή θηλυκό
- (νεολογισμός) οι κυρίαρχες και διαχρονικές πτυχές της προσωπικότητας των ατόμων, της οργάνωσης της σκέψης τους, που καθορίζει τους τρόπους που συμπεριφέρονται στους όλους και αντιμετωπίζουν ό,τι τους περιβάλλει
- ※ Στο βασανιστικό ερώτημα τι παρήγαγε την ακραία επιθετική συμπεριφορά […], οι ειδικοί επιστήμονες κάνουν λόγο για την ψυχοδομή των μικρών δραστών, τις αλλαγές στη δομή της οικογένειας, αλλά και την αδιαφορία του σχολείου. Από το άρθρο της Έλενας Καρανάτση, «Έως τα 18 έχουν “εκτεθεί” σε 200.000 τηλεοπτικές σκηνές βίας και 40.000 δολοφονίες», εφ. Η Καθημερινή (6 Ιουνίου 2006)· πρόσβαση: 2019-09-10.
- ※ Διανοητικά μια γυναίκα δεν μπορεί να απαιτήσει πια[, στις σημερινές συνθήκες,] μονογαμία από τον εαυτό της και τον άντρα της, σύμφωνα με την ψυχοδομή της όμως, δεν βρίσκεται στο ύψος των νέων συνθηκών και των απαιτήσεων της σκέψης της. Από τη διδακτορική διατριβή του Βασ. Γάτσα, Σωματική κακοποίηση γυναικών από τον σύντροφό τους και η αντιμετώπιση του φαινομένου από την αστυνομία, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο - Τμήμα Ψυχολογίας, 2007, σ. 98
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η έκφραση δομή της ψυχής χρησιμοποιήθηκε από τον Καρλ Γιουνγκ το 1928, στο ομότιτλο άρθρο του «Die Struktur der Seele»· o Φρόυντ το 1923 είχε επεξεργαστεί για πρώτη φορά ένα δομικό μοντέλο της ψυχής (Strukturmodell der Psyche), στο βιβλίο του Das Ich und das Es (Το Εγώ και το Αυτό).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοδομή
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)