ψυχοπομπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοπομπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχοπομπός. Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- < ψυχή + πομπός < πέμπω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.xo.pomˈbos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐πο‐μπός
- παλιότερος συλλαβισμός : ψυ‐χο‐πομ‐πός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοπομπός αρσενικό
- επίθετο που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα κυρίως για τον Ερμή, ειδικά για το ρόλο του στη συνοδεία των νεκρών στον Άδη. Επίσης επίθετο του Χάρωνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοπομπός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψυχοπομπός | οἱ | ψυχοπομποί |
γενική | τοῦ | ψυχοπομποῦ | τῶν | ψυχοπομπῶν |
δοτική | τῷ | ψυχοπομπῷ | τοῖς | ψυχοπομποῖς |
αιτιατική | τὸν | ψυχοπομπόν | τοὺς | ψυχοπομπούς |
κλητική ὦ! | ψυχοπομπέ | ψυχοπομποί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυχοπομπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψυχοπομποῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοπομπός θηλυκό
- (προσωνυμία) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη, όπως ο Ερμής ή ο Χάρων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ψυχοστόλος (για τον Ερμή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ψυχοπομπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχοπομπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Προσωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)