ψυχορράγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχορράγημα < μεσαιωνική ελληνική ψυχορράγημα < αρχαία ελληνική ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ < ψυχή + ῥήγνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχορράγημα ουδέτερο
- το ψυχομάχημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχορράγημα
|