ψυχοσύνθεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοσύνθεση οι ψυχοσυνθέσεις
      γενική της ψυχοσύνθεσης* των ψυχοσυνθέσεων
    αιτιατική την ψυχοσύνθεση τις ψυχοσυνθέσεις
     κλητική ψυχοσύνθεση ψυχοσυνθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχοσυνθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοσύνθεση < (λόγιο) ψυχο- + σύνθε(σις) + -ση[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.xoˈsin.θe.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχοσύνθεση θηλυκό

  • η σύνθεση των συναισθηματικών και νοητικών ιδιοτήτων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]