ψυχοφάρμακο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοφάρμακο τα ψυχοφάρμακα
      γενική του ψυχοφαρμάκου
ψυχοφάρμακου
των ψυχοφαρμάκων
    αιτιατική το ψυχοφάρμακο τα ψυχοφάρμακα
     κλητική ψυχοφάρμακο ψυχοφάρμακα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοφάρμακο < ψυχή και φάρμακο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχοφάρμακο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]