ψυχοφάρμακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοφάρμακο ουδέτερο
- η κοινή ονομασία μιας σειράς φαρμακευτικών σκευασμάτων που έχουν παραχθεί για τη βελτίωση ήπιων αλλά και έντονων ψυχικών νοσημάτων (αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών, αντιψυχωσικών κ.α.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοφάρμακο
|