ψυχρηλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχρηλασία θηλυκό
- η επεξεργασία μετάλλου σε θερμοκρασία χαμηλότερη από εκείνην στην οποία αυτό αποκρυσταλλώνεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψυχρήλατος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχρηλασία
|