ψυχρολουσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχρολουσία οι ψυχρολουσίες
      γενική της ψυχρολουσίας των ψυχρολουσιών
    αιτιατική την ψυχρολουσία τις ψυχρολουσίες
     κλητική ψυχρολουσία ψυχρολουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχρολουσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχρολουσία (κρύο μπάνιο) < ψυχρο- + (λούω) λουσ- & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική douche [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.xɾo.luˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χρο‐λου‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχρολουσία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το πλύσιμο με κρύο ή παγωμένο νερό, το οποίο εξυπηρετεί κυρίως προληπτικούς σκοπούς ή θεραπευτικές ανάγκες [2]
  2. (μεταφορικά) ένα αρνητικό γεγονός που συμβαίνει ξαφνικά
  3. (μεταφορικά) η αναπάντεχη επίθεση που υφίσταται κάποιος για κάποιο σφάλμα του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ψυχρολουσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψυχρολουσί αἱ ψυχρολουσίαι
      γενική τῆς ψυχρολουσίᾱς τῶν ψυχρολουσιῶν
      δοτική τῇ ψυχρολουσί ταῖς ψυχρολουσίαις
    αιτιατική τὴν ψυχρολουσίᾱν τὰς ψυχρολουσίᾱς
     κλητική ! ψυχρολουσί ψυχρολουσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχρολουσί
γεν-δοτ τοῖν  ψυχρολουσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχρολουσία < ψυχρο- + (λού(ω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχρολουσία

Πηγές[επεξεργασία]