ψυχόδραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχόδραμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Psychodrama < αρχαία ελληνική ψυχή + δρᾶμα. Αναλύεται ψυχό- + δράμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχόδραμα ουδέτερο
- κλινική μέθοδος ομαδικής ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας, βασισμένη στο παιχνίδι των ρόλων μέσω του θεατρικού αυτοσχεδιασμού
- θεατρική παράσταση βασισμένη στη μέθοδο αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ψυχοδραματικά
- ψυχοδραματικός
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και δράμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχόδραμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)