ψωλή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωλή οι ψωλές
      γενική της ψωλής των ψωλών
    αιτιατική την ψωλή τις ψωλές
     κλητική ψωλή ψωλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωλή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψωλή

Προφορά

ΔΦΑ : /psoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐λή
ομόηχο: ψωλοί

Ουσιαστικό

ψωλή θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψωλή

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψωλή αἱ ψωλαί
      γενική τῆς ψωλῆς τῶν ψωλῶν
      δοτική τῇ ψωλ ταῖς ψωλαῖς
    αιτιατική τὴν ψωλήν τὰς ψωλᾱ́ς
     κλητική ! ψωλή ψωλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψωλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ψωλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωλή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ψωλός

Ουσιαστικό

ψωλή θηλυκό

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Πηγές