ψωλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωλού οι ψωλούδες
      γενική της ψωλούς των ψωλούδων
    αιτιατική την ψωλού τις ψωλούδες
     κλητική ψωλού ψωλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωλού < ψωλή + -ού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψωλού θηλυκό (χυδαίο, μειωτικό)

  1. υβριστική έκφραση για γυναίκα
  2. γυναίκα άπιστη, σεξουαλικά μονίμως ακόρεστη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]