ψωρίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωρίαση οι ψωριάσεις
      γενική της ψωρίασης* των ψωριάσεων
    αιτιατική την ψωρίαση τις ψωριάσεις
     κλητική ψωρίαση ψωριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψωριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωρίαση < (καθαρεύουσα) ψωρίασις < psoriasis < ψώρα
εμφάνιση ψωρίασης στον αγκώνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψωρίαση θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η ψωρίαση εμφανίζεται σε ποικίλες κλινικές μορφές όπως κατά πλάκας, σταγονοειδής, ερυθροδερμική, αρθροπαθητική και φλυκταινώδης, είτε γενικευμένη, είτε μόνο στα άκρα (παλάμες, πέλματα), όπου και ανάλογα εφαρμόζεται είτε τοπική θεραπεία είτε και συστηματική

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]